- ποιητικωτέρα
- ποιητικωτέρᾱ , ποιητικόςcapable of makingfem nom/voc/acc comp dualποιητικωτέρᾱ , ποιητικόςcapable of makingfem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποιητικωτέρᾳ — ποιητικωτέρᾱͅ , ποιητικός capable of making fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιητικώτερα — ποιητικός capable of making neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιητικωτέρας — ποιητικωτέρᾱς , ποιητικός capable of making fem acc comp pl ποιητικωτέρᾱς , ποιητικός capable of making fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιητικός — ή, ό / ποιητικός, ή, όν, ΝΜΑ [ποιητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποίηση ή στον ποιητή (α. «ποιητικό ύφος» β. «ποιητική εικόνα» γ. «ποιητική σύλληψη» δ. «καὶ γὰρ τῇ λέξει ποιητικωτέρᾳ καὶ ποικιλωτέρᾳ τὰς πράξεις δηλοῡσι», Ισοκρ.) 2.… … Dictionary of Greek
ποιητικωτέραις — ποιητικός capable of making fem dat comp pl ποιητικωτέρᾱͅς , ποιητικός capable of making fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)